22710 31226                      mail@dim-thymian.chi.sch.gr                      Blog                      Facebook                      Youtube                      Αναζήτηση

Γεγονότα

Περιπατητική Εκδρομή στη Βίγλα του Γαδαρά

 

 

Ακολουθούν τα κείμενα των μαθητών για την εμπειρία τους από την εκδρομή. Πατώντας στο όνομα του κάθε μαθητή ανοίγει η δική του έκθεση.

Οι δάσκαλοι της τάξης μας ανακοίνωσαν λίγες μέρες πριν ότι θα πάμε εκδρομή-περπάτημα σε ένα βουνό. Ενθουσιαστήκαμε τόσο, που κάναμε συνέχεια ερωτήσεις, όπως: «Πότε θα πάμε», «τι θα πάρουμε μαζί» ή κανονίζαμε μόνοι μας τη μέρα που θα πάμε. Τελικά έφεξε η τύχη να πάμε εκδρομή την Τρίτη, 9 Φεβρουαρίου. Τη Δευτέρα βομβαρδίσαμε τον κύριο με ερωτήσεις κι εκείνος υποχώρησε δίνοντας πληροφορίες: «Θα πάμε σε βουνό και θα πρέπει να έχετε μαζί σας ένα τσαντάκι με νερό, φρούτο και ένα ανταλλακτικό μπλουζάκι και την τσάντα με τα βιβλία».

Δεν μπορούσα να περιμένω, ώσπου χτύπησε το ξυπνητήρι της Τρίτης. Φτάνοντας στο σχολείο πήρα μαζί μου το τετράδιο της έκθεσης για να καταγράψω ό,τι δω. Χτύπησε το κουδούνι, τρέξαμε όλο το τμήμα έξω, αλλά δυστυχώς χωριστήκαμε σε ομάδες ανά τμήμα. Ήμουν στην ομάδα τρία μαζί με τη Μαρκέλλα Παφύλα, τον Γιάννη τον Γιάννακα και τον Ηλία τον Ηλιακώστα. Ευτυχώς πληροφορηθήκαμε ότι θα αλλάζουν σειρά οι ομάδες και ότι κάποια στιγμή θα μπαίναμε πρώτοι στη σειρά. Βγήκαμε απ’ το σχολείο και ξεκινήσαμε για τη Βίγλα κοντά στα Κεραμεία. Ήμασταν σχεδόν έξω από το γήπεδο, όταν αρχίσαμε να μετράμε τα βήματά μας ανά λεπτό. Υπολογίσαμε γύρω στα εκατό βήματα και στις τρεις ώρες που περπατούσαμε, θα είχαμε κάνει περίπου δεκαοχτώ χιλιάδες βήματα. Συνεχίσαμε για πολλή ώρα την πορεία μας χωρίς συζητήσεις.

Ήταν σαν να πήγαιναν μόνα τους τα πόδια μου στη Βίγλα, γιατί μου πήρε ώρα να συνειδητοποιήσω ότι φτάσαμε στον κεντρικό δρόμο. Από αυτή την ώρα συγκεντρώθηκα γιατί αναμενόταν πολύ ενδιαφέρουσα η διαδρομή. Άρχισαν να πυκνώνουν τα δέντρα μετά τον κεντρικό και γύριζα το κεφάλι μου παντού για να απομνημονεύσω τις λεπτομέρειες. Φτάσαμε έξω από ένα χωράφι με φυλλοβόλα και αειθαλή δέντρα. Όπως είναι γνωστό τα φυλλοβόλα ρίχνουν τα φύλλα τους το φθινόπωρο, ενώ τα αειθαλή όχι. Ήταν παράξενα απίστευτο το πόσο καλά σκαμμένο ήταν το χώμα, γιατί είχαν φυτρώσει και κάθε λογής αγριόχορτα, τα οποία αργά ή γρήγορα θα γίνονταν λίπασμα, για να μπορέσουν να φυτρώσουν κι άλλα φυτά.

Δεν περπατήσαμε πολύ, όταν είδαμε ένα θέαμα απερίγραπτο. Μου θύμισε προσωπικά όαση, γιατί στο βάθος ήταν γερμένα διάφορα πεύκα και δεξιά υπήρχε μια τεράστια, λογικά τεχνητή, λίμνη. Γύρω είχαν μικρά τριφύλλια, ξινήθρες καθώς υπήρχαν και ξεραμένα κλαράκια, αφού εκεί σε βαρούσε ο ήλιος κατακούτελα. Η λίμνη ήταν περίπου εξακόσια κυβικά και επίσης κάπως απότομη στις άκρες, όπου δεν υπήρχε ζώο ούτε για δείγμα. Περιεργάζοντάς την πρόσεξα ότι στα βάθη της κατοικούσαν μικρά ψάρια, πάνω από καμιά πενηνταριά. Επίσης ζούσαν και μικρά βατραχάκια στην επιφάνεια της λίμνης, που όμως έμοιαζαν περισσότερο με τετράποδα κουνούπια, παρά με βατράχια. Ζούσαν και μύγες εκεί, γιατί με είχαν ταράξει στις τσιμπιές, επειδή πατούσα πάνω στα σπασμένα καλάμια που κάθονταν. Τελικά επιβεβαιώθηκα ότι η λίμνη ήταν τεχνητή, διότι βοηθούσε στο πότισμα των γύρω χωραφιών. Μετά αυτή τη στάση συνεχίσαμε το δρόμο που ήταν ανηφορικός.

Τα δέντρα πύκνωναν κι αυτό βοηθούσε στην πρόσληψη οξυγόνου. Και να σου το πρώτο εμπόδιο, ένας μεγάλος χωματένιος λάκκος με νερό που είχε τεράστιες διαστάσεις. Περάσαμε ένας-ένας από την άκρη με προσοχή για να μη λασπωθούν τα παπούτσια μας. Μόλις πέρασαν όλοι μπήκε επιτέλους η ομάδα τρία πρώτη. Βγήκαμε σε έναν τσιμεντένιο δρόμο που κατέληγε ευθεία. Σταματήσαμε σε ένα εκκλησάκι ονόματι «η Παναγιά η Κεραμαριώτισσα», που φαινόταν πολύ παλιά εκκλησία. Καθίσαμε γύρω στα πεζούλια και επιτέλους ήπιαμε λίγο νερό. Περιεργαζόμασταν όλοι την εκκλησία καθώς ο κύριος έλεγε πληροφορίες. Ήταν χτισμένη με θυμιανούσικη πέτρα σε διάφορα χρώματα, όπως γκρίζο, η λεγόμενη σιδερόπετρα, που ήταν κάτω-κάτω στα θεμέλια. Άλλο χρώμα ήταν το σκούρο κόκκινο ή το ανοιχτό πορτοκαλοκόκκινο που συνόδευαν το γκρίζο. Αν δεν υπήρχε ο σταυρός από τον οποίο καταλαβαίνεις ότι είναι εκκλησία, με την πρώτη ματιά έμοιαζε με πετρόχτιστο σπίτι. Οι πέτρες ήταν ενωμένες με την τέχνη του αρμολογήματος, τσιμέντο, νομίζω, το οποίο έβαλαν ανάμεσα στις πέτρες. Βοηθά και στην υγρασία μιας και δεν υπάρχουν κενά. Κάτι όμως ξεχώριζε, σίδερα ήταν σφηνωμένα στα πλάγια της εκκλησίας ου κατέληγαν στο εσωτερικό της. Λέγονταν κλειδιά, βρίσκονταν εκεί για να κρατάνε την εκκλησία σε περίπτωση σεισμού. Βέβαια ο δάσκαλος μας εξήγησε για τις ομάδες χτισίματος, δηλαδή τους σιδεράδες, τους χτίστες, τους λατόμους, που επεξεργάζονται την πέτρα και τους πελεκητές. Φυσικά ήταν ολοκληρωμένη με κεραμίδια που ολοκλήρωναν την εντύπωση παραδοσιακού σπιτιού. Αλλά δεν είναι τίποτα η εξωτερική ματιά, σε σύγκριση με το εσωτερικό. Οι τοίχοι σού δημιουργούσαν την αίσθηση ότι είχαν καεί στο παρελθόν μιας και είχαν το χρώμα από τα απομεινάρια της φωτιάς. Απέναντι από την πόρτα, στην άλλη μεριά, βρίσκονταν όπως πάντα οι εικόνες των Αγίων. Στην πόρτα είχαν τοποθετήσει από πάνω ένα ημικύκλιο παράθυρο, το λεγόμενο τέμπλο. Δεν υπήρχαν πολλές καρέκλες, καθώς η εκκλησία ήταν πολύ μικρή, μόνο στις άκρες είχε λίγες σειρές από διθέσιες καρέκλες. Το πάτωμα δεν θυμάμαι καλά αν ήταν από μάρμαρο ή χτισμένο με πέτρες, πάντως συμμαχούσε με τους τοίχους στην αίσθηση της καμένης εμφανισιακά εκκλησίας. Βγήκαμε έξω να καταγράψουμε ό,τι είδαμε, όμως δεν υπήρχαν λόγια να το γράψω. Περιοριστήκαμε στο να πιούμε λίγο νερό, κλείσαμε τις τσάντες και ξεκινήσαμε με την ομάδα τέσσερα πρώτη.

Η ανηφόρα γινόταν όλο και πιο απότομη και ο δρόμος πιο γκρεμώδης. Οι συζητήσεις είχαν κοπεί μαχαίρι, αφού παρατηρούσαμε όλοι τις πεδιάδες που εξαπλώνονταν από κάτω μας. Ο αέρας γινόταν πιο τσουχτερός όσο ανεβαίναμε ψηλότερα, ο ήλιος παράλληλα πιο ζεστός, αλλά άξιζε τον κόπο. Περάσαμε έξω από ένα σπιτάκι με δύο σκυλάκια, που το ένα θύμιζε αρκούδα. Κάποια στιγμή ανάμεσα στις πεδιάδες διακρίναμε κάτι αναχώματα σε λασπωμένο δρόμο. Ήταν μια πίστα στην οποία έκαναν προπόνηση μηχανές για το βουνό, οι λεγόμενες μοτοκρός. Προσωπικά έχω πείρα από ατυχήματα με μηχανές γι’ αυτό δεν θα ήθελα ποτέ να έρθω να διακινδυνεύσω τη ζωή μου στην πίστα αυτή. Δεν υπάρχουν μέτρα ασφαλείας, φράχτες ή κάτι τέτοιο, γιατί για σοβαρό ατύχημα. Λίγα μέτρα πιο πάνω έπρεπε να είχαν βάλει ταμπέλα "ΠΡΟΣΟΧΗ ΚΑΤΟΛΙΣΘΗΣΗ!", διότι είχε πέσει ένα μεγάλο κομμάτων πετρών και χώματος. Ό,τι χώμα είχε μείνει το κρατούσαν οι ρίζες των δέντρων για να μπορούν να ζήσουν. Αν έπεφτε και το λιγοστό χώμα, θα ξεριζώνονταν τα δέντρα, θα έπεφτα, αφού δεν θα υπήρχε χώμα, θα κατρακυλούσαν και θα έκλεινε ο δρόμος μετά. Στον γκρεμό που είχε δημιουργήσει η αποσάθρωση είχαν φυτρώσει μικρά δεντράκια που κρατούσαν κι αυτά το χώμα. Συνεχίσαμε την πορεία μας στρίβοντας αριστερά.

Τώρα ανεβαίναμε μία απότομη ανηφόρα με τον ήλιο πάνω από τα κεφάλια μας. Έπρεπε να κάνουμε στάση για νερό οπωσδήποτε. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο κύριος μας έβαλε αγώνες ανά ομάδα! Ήμουν προετοιμασμένη βέβαια, αλλά σε τόσο απότομη ανηφόρα, γιατί; Ανέβηκα τρέχοντας όμως με τα χίλια ζόρια. Ήταν λες και έτρεχα για ώρες, ενώ έτρεχα μόνο για ένα λεπτό. Μετά από την «πολλή ώρα» τρεξίματος ένιωθα λες και ήθελα να γυρίσω πίσω, να κάτσω κάπου, αλλά το μόνο σημείο που μπορούσα να καθίσω ήταν ένα απότομο πεζούλι, που δεν το διακινδύνευα. Μόλις ανέβηκαν και οι άλλοι συνειδητοποίησα ότι έβλεπα ένα αξέχαστο θέαμα. Κάτω από τον γκρεμό που πατούσαμε εξαπλωνόταν μία πεδιάδα που κατέληγε σε βουνά. Βόρεια ξεχώριζε από χιλιόμετρα η πόλη της Χίου με τα πολλά σπίτια και τις αμέτρητες πολυκατοικίες. Βορειοδυτικά συνόδευαν την πόλη βουνά τόσο ψηλά, σαν κομμάτι από έναν φράχτη. Βορειοανατολικά σου γέμιζαν το μάτι τα σπίτια κοντά στον Καρφά, έτσι πολύχρωμα, όπως επίσης και το λιμανάκι της Αγίας Ερμιόνης με τα καραβάκια του αραδιασμένα. Όσο έστρεφες ανατολικά έβλεπες όλο και περισσότερα σπίτια. Τώρα παρατηρούσα το χωριό των Κεραμείων, ήταν αρκετά μεγάλο και με πολλές καλλιέργειες, μιας και στο κέντρο αυτού του θεάματος εξαπλωνόταν η πεδιάδα Πλάτσας. Μέσα στην πεδιάδα υπήρχαν επίσης και κάτι σιλό που άλεθαν το σιτάρι νομίζω. Τότε ο κύριος μας εμπιστεύθηκε ένα μυστικό; Ανάμεσα στις καλλιέργειες κυκλοφορούσε κάτι σαν έντομο που κατέστρεφε τις πατάτες, έτσι οι καλλιεργητές πότιζαν τα χωράφια τους με κάτι σαν ζιζανιοκτόνο που εξολόθρεψε το έντομο αυτό μεν, αλλά δηλητηρίασε τις πατάτες και γενικά τις καλλιέργειες, γι’ αυτό μην πάρετε ποτέ λαχανικά από χωριά, αν χρησιμοποιούν το φάρμακο αυτό.

Ακριβώς κάτι από την πλαγιά βρισκόταν μία λίμνη, η μόνη φυσική που είχα δει στη Χίο. Μέσα σε αυτή τη λίμνη ζούσε ένα σκαθάρι ονόματι «Τριπουκτάντους», το οποίο ζει εκεί από την εποχή των δεινοσαύρων. Μέσα στη λίμνη ζούσαν επίσης λιβελούλες χωρίς φτερά που θα μεγάλνωναν και θα έβγαιναν από τη λίμνη. Οι λιβελούλες ζούσαν το ένα τρίτο της ζωής τους έξω από το νερό, άρα ζουν περισσότερο μέσα στο νερό ως νύμφες. Και επειδή το σκαθάρι και οι λιβελούλες συγκατοικούν στη λίμνη αλληλοτρώγονται μεταξύ τους. Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι ότι όταν κάποιο ζώο πάει να φάει το σκαθάρι και κάνει το λάθος καταπίνοντάς το, το σκαθάρι αρχίζει και βγάζει ένα μπλε δηλητήριο που σκοτώνει το ζώο κι έτσι το θύμα –δηλαδή το σκαθάρι- γίνεται ο θύτης. Είναι ένα έξυπνο σχέδιο που εφαρμόζει το σκαθάρι και έτσι τρώει το ζώο ξεκινώντας από το εσωτερικό και τελειώνοντας με το εξωτερικό.

Αλλά βέβαια το θέαμα ολοκληρώνεται με το πέλαγος. Δίπλα στο λιμανάκι της Αγίας Ερμιόνης υπήρχε η παραλία του Καρφά και μετά από αυτήν απλωνόταν η θάλασσα με τα καταγάλανα νερά της. Πίσω από τη στροφή ήταν η Αγία Φωτιά, η παραλία που κατάντησε αχούρι από τον άνθρωπο. Αλλά δεν μπορούσαμε να καθίσουμε εκεί όλη μέρα, γι’ αυτό πήραμε το δρόμο για τη Βίγλα που ήταν πλέον κοντά.

Φτάνοντας στη Βίγλα αντικρίσαμε ένα περιπολικό που προφανώς ήταν εκεί για τους μετανάστες. Και βέβαια η Βίλα ήταν μισογκρεμισμένη, αφού είναι εκεί για πάρα πολλά χρόνια. Γύρω είχαν φυτρώσει μικρά δεντράκια και τριφύλλια, καθώς και μικρά φυτά με αγκάθια, χάρη στα οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να κάτσεις. Ο κύριος μας είπε ότι η Βίγλα λεγόταν «Βίγλα του Γαδαρά» και με αυτές τις βίγλες ειδοποιούσαν τα χωριά για τους πειρατές. Μετά από δύο ώρες περπάτημα καθίσαμε στο γρασίδι και αρχίσαμε να τρώμε τα φρούτα που είχαμε πάρει μαζί. Τότε ξαφνικά οι συζητήσεις άναψαν, μιλήσαμε για το τι είδαμε, πώς θα γράψουμε όλα αυτά, καθώς και για το πόσες ώρες μαθήματος χάσαμε, Κάποιοι μοιράζανε μανταρίνια, κάποιοι κάνανε καλαμπούρι, αλλά οι περισσότεροι, από όσο είδα, είχαν κινητό. Ήπιαμε νερό, τελειώσαμε το φαγητό μας και σηκωθήκαμε για να γυρίσουμε στο σχολείο.

Ένιωθα πάλι ότι τα πόδια μου πήγαιναν μόνα τους, διότι εγώ σκεφτόμουν τι θα γράψω στην έκθεση τροποποιώντας ό,τι είδα. Φτάσαμε κοντά στην Παναγία την Κεραμαριώτισσα όταν ο κύριος έκανε την πρώτη πλάκα: είπε σε μένα και την ομάδα μου να προχωρήσουμε ευθεία και θα συνεχίζαμε αν δεν μας φώναζαν να στρίψουμε μαζί με τους άλλους. Ανεβαίναμε μια κάθετη ανηφόρα όταν ο κύριος έκανε τη δεύτερη φάρσα. Έκανε πως στρίβει σε ένα χωματόδρομο, ενώ έπρεπε να συνεχίσουμε ευθεία, έτσι δεν έπιασε η πλάκα, τουλάχιστον σε μένα, γιατί κάποιοι τον ακολούθησαν. Περάσαμε από τον κεντρικό δρόμο, πήγαμε στη Δημαρχεία και  περάσαμε απέναντι και μπήκαμε μέσα στο στενάκι που οδηγούσε στο γήπεδο κι από εκεί στο σχολείο.

Καθώς προχωρούσαμε ο κύριος μας πρότεινε μια συμφωνία: θα πηγαίναμε στο γήπεδο, θα κάναμε δέκα γύρους με αντάλλαγμα ένα ανθρωπάκι για έναν γύρο. Τρέξαμε όλοι στο γήπεδο, ψάξαμε την είσοδο αλλά προς μεγάλη αποτυχία ήταν κλειστή. Είπα στον κύριο ότι υπάρχει μία τρύπα ανοιγμένη στα σίδερα στην άλλη άκρη του γηπέδου, αλλά μου είπε πως δεν πρέπει να παραβιάζουμε δημόσιους χώρους. Έστειλε έναν μαθητή να δει αν η πόρτα ήταν ανοιχτή από την άλλη μεριά, όμως το παιδί γύρισε λέγοντας πως ήταν κλειστή. Καθίσαμε στο κιόσκι κοντά στο γήπεδο για να γράψουμε το ιδεόγραμμα για την έκθεση. Βγάλαμε μολύβι, γόμα και τετράδιο και ξεκινήσαμε:

«Πρώτη οδοιπορική Βίγλα του Γαδαρά» 9/2/2021

Γράψαμε για τις ομάδες, την προετοιμασία, τα βήματα ανά λεπτό και συνεχίσαμε με τις λεπτομέρειες που είδαμε. Μόλις τελειώσαμε, πήραμε το δρόμο για το σχολείο, για να κάνουμε μάθημα την τελευταία ώρα.

Τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα: ελευθερία, γιατί με όλα αυτά που είδα ένιωσα ελεύθερη, γαλήνη, επειδή με όλα αυτά ηρέμισα κάπως από τα μαθήματα και αδρεναλίνη, διότι πήρα ενέργεια με όλο αυτό. Μόνο μία λεπτομέρεια μου χάλασε το όλο θέαμα και νομίζω ότι δεν άρεσε και στους άλλους: τα αραδιασμένα σκουπίδια του ανθρώπου, που στο τέλος θα καταστρέψει κάθε όμορφη γωνιά της φύσης.

Μαριαλένα Ανδριώτη

  Την προηγούμενη παρασκευή οι δάσκαλοί μας, μας ανακοίνωσαν πως την Τρίτη (εάν είναι καλός ο καιρός) θα πηγαίναμε μια εκπαιδευτική εκδρομή. Μας είπαν πως θα έπρεπε να φέρουμε ένα σακίδιο με: ένα μεγάλο μπουκάλι νερό,  ένα φρούτο, τη ζακέτα μας και το τετράδιό μας μαζί με μολυβί και γόμα. Εγώ μόνο και στην σκέψη πως θα πηγαίναμε πεζοπορία με την τάξη μου είχα αρχίσει να κουράζομαι.

  Τελικά την τρίτη (αφού ήταν και καλός ο καιρός) βγήκαμε έξω τα δύο τμήματα της έκτης για να χωριστούμε σε ομάδες. Κάθε τμήμα θα χωριζόταν σε τρεις ομάδες. Το τμήμα μου είχε τις πρώτες τρεις από αυτές. Εγώ βρισκόμουν στην ομάδα δύο. Στην ομάδα αυτή υπήρχαν άλλα πέντε άτομα: η Εύη, ο Άγγελος, η Δήμητρα, ο Στέλιος και η Ζέτα. Δεν είχε όμως και ιδιαίτερη σημασία γιατί όλοι ξέραμε πως ενώ προχωρούσαμε οι ομάδες θα μπερδεύονταν μεταξύ τους και δεν θα ξεχώριζαν πια, όπως και έγινε.

  Πριν φύγουμε ο κύριος της Γλώσσας μας είπε ότι καθώς προχωράμε οι ομάδες θα άλλαζαν θέσεις, δηλαδή καθώς προχωρούσαμε η πρώτη ομάδα θα πήγαινε πίσω και η δεύτερη θα έπαιρνε την θέση της για λίγο θα πάει και αυτή πίσω κ.ο.κ.

  Με το που ξεκινήσαμε ο δάσκαλος μας έβαλε να μετρήσουμε τα βήματά μας. Σχεδόν αμέσως μας είπε να σταματήσουμε το μέτρημα και να του πούμε πόσα βήματα έχουμε μετρήσει. Αφού πήρε τις απαντήσεις όλων μας είπε πως οι περισσότερη κάνουμε από ενενήντα έως εκατόν είκοσι βήματα ανά λεπτό. Αν αυτό ισχύει σημαίνει ότι κάναμε πάνω από δέκα οκτώ χιλιάδες βήματα αφού περπατούσαμε για περίπου τρείς ώρες.

  Περνώντας τα ΚΕΠ που υπάρχουν έξω από το χωριό οι δάσκαλοι μας είπαν πως θα μπαίναμε σε μια περιοχή η οποία ονομαζόταν Πλάτσα. Εκεί υπήρχαν πολλά χωράφια κυρίως με πατάτες. Κάναμε μια στάση σε ένα από αυτά γιατί ο δάσκαλος ήθελε να μας εξηγήσει πως η χλωρίδα που φυτρώνει εδώ και οι περισσότερη αγρότες την κόβουν είναι στην πραγματικότητα ένα από τα καλύτερα λίπασμα εάν και μόνο θάφτει κάτω από το χώμα.

  Προχωρώντας περάσαμε και από ένα άλλο χωράφι που εκεί ο αγρότης που του ανήκει είχε όντως δημιουργήσει με αυτό το τρόπο λίπασμα στο χωράφι του αλλά δυστυχώς είχε ρίξει και χημικό λίπασμα. Κρίμα.

  Λίγο παραπέρα στον ίδιο δρόμο συναντήσαμε μια τεχνίτη λίμνη. Μας είπαν πως σύμφωνα με τις διαστάσεις που έχει θα πρέπει να έχει χωρητικότητα περίπου εξακοσίων κυβικών μέτρων νερού. Μας εξήγησαν πως χρησιμοποιούνταν για άρδευση. Για να ποτίζουν δηλαδή οι αγρότες τις γύρω περιοχής τα χωράφια τους. Περιφερειακά της λίμνης υπήρχαν καλαμιές (όπως και πολλά σκουπίδια). Οι δάσκαλοι μας εξήγησαν επίσης πως αυτές οι καλαμιές βοηθάνε το οικοσύστημα της λίμνης καθώς αποτελούν καταφύγιο για τα κουνούπια το καλοκαίρι που είναι τροφή για τους βατράχους αλλά και κάποια ξεχωριστά πουλιά με μακρύ ράμφος με το οποίο τρώνε τα κουνούπια μέσα από τις καλαμιές.

  Μετά από αρκετές στροφές και δρόμο αργότερα καταφέραμε να φτάσουμε στην Παναγιά Κεραμαριώτισσα ένα μικρό εκκλησάκι που όμως ήταν πολύ όμορφο, κάναμε μία στάση, καθίσαμε στην πέτρινη περίφραξη και βγάλαμε από τις τσάντες μας τα μπουφάν μας για να τα φορέσουμε και τα παγούρια μας για να πιούμε λίγο νερό. Το εκκλησάκι είχε φτιαχτεί από θυμιανούσικη πέτρα αλλά και με ένα πέτρωμα που δεν είχε τα χρώματα της θιμιανούσικης πετράς και όπως μας είπαν είναι πολύ σκληρό. Οι δάσκαλοι μας έδηξαν κάτι περίεργα μεταλλικά σφυράκια που ονομάζονταν κλειδιά. Μας είπαν να πάμε να δούμε και από μέσα την εκκλησία ώστε να την παρατηρήσουμε καλύτερα. Εμένα τουλάχιστον μου φάνηκε σαν μια κλασική εκκλησία, εκτός από ένα πράγμα, τα ''κλειδιά'' ενώ από έξω φαίνονται σαν σφυριά από μέσα φαίνονται σαν τεράστιοι μεταλλικοί δοκοί υψωμένοι στο ταβάνι. Υποτίθεται πως υπάρχουν εκεί για να συγκρατούν το κτήριο από κάποιο σεισμό. Βγήκαμε έξω και ετοιμαστήκαμε για να φύγουμε αλλά λίγο πριν ο κύριος της Γλώσσας μας είπε πως αυτή εδώ η εκκλησία είχε φτιαχτεί για τους εργάτες των Κεραμείων. Οι εργάτες αυτοί δούλευαν σε ομάδες. Τους λατόμους που έσκαβαν το βουνό και έπαιρναν την πέτρα, τους πετράδες οι οποίοι επεξεργάζονταν την πέτρα, τους κτίστες που έπαιρναν την επεξεργασμένη πέτρα και έκτιζαν με αυτή και τους σιδεράδες οι οποίοι δημιουργούσαν τα εργαλεία για όλους τους παραπάνω. Όλες αυτές τις ομάδες τις έλεγαν σινάφια.

  Καθώς ανεβαίναμε πιο ψηλά στο βουνό και η θέα άρχισε να γίνεται καλύτερη παρατηρήσαμε πως από κάτω μας ακριβώς υπήρχε μια πίστα μοτοκρος. Ο δάσκαλος μας εξήγησε πως οι άνθρωποι που κάνουν μοτοκρος είναι αφελής αφού όσα μέτρα ασφαλείας και αν πάρεις παραμένει πάρα πολύ επικίνδυνο και όταν τον ρωτήσαμε γιατί υπάρχει πίστα για αυτό αφού είναι επικίνδυνο μας είπε πως καλύτερα να υπάρχει μια ειδική πίστα παρά να το κάνουν στους δρόμους.

  Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε και από κάποιο σημείο και έπειτα η θέα γινόταν φαντασμαγορική. Στο βάθος φαινόταν η πόλη της Αγίας Ερμιόνης με πολλές πολυκατοικίες, λίγο παραπέρα κάτι σιλό, ο περιφερειακώς δρόμος, η πεδιάδα της Πλάτσας, λίγο πιο πέρα τα απομεινάρια από τα κτήρια τον Κεραμείων και μετά μια λίμνη. Η λίμνη αυτή έχει κάτι το ξεχωριστώ. Μέσα της ζει ένα σκαθάρι, το σκαθάρι trepuntactus είναι ξεχωριστώ στο κόσμο που υπολογίζετε ότι ζει εδώ από την εποχή των δεινοσαύρων. Το σκαθάρι αυτό έχει ένα ξεχωριστώ τρόπο να αμύνεται. Εάν τυχόν κάποιο κακόμοιρο ζώο το έτρωγε το σκαθάρι (ενώ είναι μέσα στο στομάχι του ζώου) εκκρίνει μια τοξική ουσία η οποία σκοτώνει το ζώο ενώ αφήνει ανέπαφο το σκαθάρι. Ύστερα το σκαθάρι θα άρχιζε να το τρώει από μέσα έτσι ο θύτης γίνεται θύμα. Επίσης στη λίμνη αυτή ζουν και λιβελούλες οι οποίες τρώνε το σκαθάρι όταν είναι ακόμα σε μικρή ηλικία και δεν μπορεί να αμυνθεί αλλά σε περίπτωση που το σκαθάρι είναι μεγαλύτερο αυτό τρώει τις λιβελούλες. Αυτό σημάνει πως αυτά τα δύο ζώα κυριολεκτικά αλληλοτρόγονται εδώ και εκατομμύρια χρόνια.

  Παρασυρόμενη από την υπέροχη θέα κάποιοι από εμάς (μαζί τους και εγώ) παραλίγο να πέσουμε από τον γκρεμό παρότι οι δάσκαλοι μας είχαν ίδει κάνει πολλές παρατηρήσεις για να προσέχουμε.

  Φαινόταν επίσης το ανοιχτό πέλαγος, ο λιμένας της Αγίας Ερμιόνης, η παραλία του Μέγα Λιμιώνα και της Αγίας Φωτεινής που κάποτε έσφυζαν από κόσμο, έρημες. Την παραλία των Κεραμείων και στο βάθος τα παράλια της Τουρκίας.

  Μας είχε μείνει λίγος ακόμα δρόμος μέχρι την βίγλα και οι δάσκαλοι άρχισαν να μας εξηγούν την ιστορία για την μόστρα και τις βίγλες. Το έθιμο της μόστρας μας είπαν έχει τις ρίζες του στο Μεσαίωνα, όταν πειρατές και κουρσάροι λεηλατούσαν τα παράλια των νησιών και άρπαζαν τις σοδειές των κατοίκων. Κάποτε στην περίοδο της Αποκριάς, την Παρασκευή της Τυρινής, καθώς όλο το χωριό γλεντούσε, οι βιγλάτορες ειδοποίησαν ότι έρχονταν πειρατές ανάβοντας φωτιές στις βίγλες τους. Οι Θυμιανούσοι, φουντωμένοι όπως ήταν από το γλέντι, κίνησαν προς την παραλία και τους έστησαν ενέδρα. Στη σκληρή μάχη που ακολούθησε, οι πειρατές κατατροπώθηκαν και οι χωριανοί, μεθυσμένοι και χαρούμενοι με την νίκη τους της νίκης, μετέφεραν τους αιχμαλώτους στην πλατεία του χωριού και τους «μόστραραν», συνεχίζοντας το γλέντι τους, μέχρι την Τυρινή Κυριακή. Σε ανάμνηση λοιπόν αυτής της νίκης, το έθιμο επαναλαμβάνεται από τότε ανελλιπώς κάθε χρόνο. Την Τυρινή Παρασκευή το βράδυ, οι Θυμιανούσοι ντυμένοι «κουδουνάτοι» ανεβάζουν τη Μόστρα, δηλαδή τα σατυρικά καρναβαλικά άρματα, στο χωριό, κάνοντας διάφορα κωμικά νούμερα και φορώντας αυτοσχέδιες προσωπίδες (μουτσουναριές). Την Τυρινή Κυριακή με τη συνοδεία τοπικών οργάνων, χορεύουν το «ταλίμι», έναν ιδιότυπο χορό που αναπαριστά κινήσεις αντιμαχόμενων πολεμιστών. Οι χορευτές χωρίζονται σε δυο ομάδες, τους βρακάδες-Θυμιανούσους και τους κουδουνάτους-πειρατές. Χορεύουν ανά δύο, κραδαίνοντας μεγάλα σπαθιά και φωνάζοντας: «Βρε-Βρε-Μωρή-Μωρή». Στο τέλος, χορεύουν όλοι μαζί τον ιδιότυπο χορό «Δετό», πιασμένοι απ' τους ώμους. Έπειτα ακολουθεί η παρέλαση των σατυρικών αρμάτων, που πλαισιώνονται από μασκαράδες, με πρώτο και καλύτερο τον Καρνάβαλο ενώ ακολουθεί γλέντι.

  Φτάσαμε λοιπόν στην βίγλα. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα περιπολικό με έναν αστυνομικό που παρακολουθούσε την θάλασσα για μετανάστες. καθίσαμε κοντά στη βίγλα και βγάλαμε το κολατσιό μας όλοι είχαν φέρει από τρία έως τέσσερα φρούτα ενώ εγώ σχεδόν τίποτα. καθίσαμε για λίγο και μετά φύγαμε.

  Ο δρόμος της επιστροφής είχε πολύ πλάκα γιατί ήταν κατηφορικός και η ομάδα μου ήταν πρώτη, τουλάχιστον στην αρχή γιατί σύντομα καταλάβαμε ότι αν συνεχίζαμε να τρέχουμε έτσι στην κατηφόρα σύντομα θα τρώγαμε τα μούτρα μας και αρχίσαμε να κόβουμε ταχύτητα.

  Καταφέραμε να κατεβούμε την απότομη κατηφόρα χωρίς να κτυπήσει κανείς αλλά είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας γεμάτο με στροφές και σταυροδρόμια. Επειδή όμως εμείς βιαζόμασταν δεν προσέχαμε και πολύ που ακριβώς πηγαίναμε. Πηρέ λοιπόν την απόφαση και ο Κύριος να μας κάνει μια πλάκα. Όποτε κάποιος έτρεχε και ήμασταν ή πλησιάζαμε σε κάποιο σταυροδρόμι έμπαινε μπροστά σε έναν από τους δύο δρόμους (συνήθως τον  λάθος) και μπάντα αυτοί που βιάζονταν την πατούσαν και έπαιρναν τον λάθος δρόμο μέχρι που καταλάβαιναν ότι ήταν πλάκα και γύριζαν πίσω τρέχοντας. Το χειρότερο είναι ότι η ομάδα μου ήταν η πρώτη που την πάτησε και μετά οι περισσότερη από τις άλλες ομάδες έμαθαν από το λάθος μας και δεν την πατούσαν πια. Είχε πλάκα όταν έβλεπες τους υπόλοιπους να περνούν τον λάθος δρόμο αλλά ήταν απίστευτα ενοχλητικό εάν εσύ ήσουν αυτός που έπαιρνε τον λάθος δρόμο.

  Ένας Θεός ξέρει πως καταφέραμε και βγήκαμε σε έναν κεντρικό δρόμο, εκεί μας στοίχισαν ξανά σε δυάδες στις ομάδες μας γιατί εδώ περνάνε πολλά αυτοκίνητα.

  Στο μεταξύ όμως περάσαμε από τον Άγιο Γιάννη. Οι δάσκαλοί μας, μας είπαν πως εδώ είναι θαμμένοι οι πρόγονοί μας. Ένιωσα λίγο άβολα όσα ήμασταν εκεί γιατί κάτι τέτοιοι χώροι με ανατριχιάζουν ακόμα και εάν βρίσκομαι έξω από αυτούς.

  Συνεχίσαμε να προχωράμε. Εγώ ήμουν στο τέλος της σειράς. Μαζί μου ήταν μόνο ένας άλλος συμμαθητής μου, ο Γιάννης. Ήμουν μια χαρά με το να είμαι τελευταίος αλλά ο Γιάννης δεν φαινόταν και τόσο και ξαφνικά (και μετά την εμψύχωση από τους δασκάλους μας) άρχισε να τρέχει. Τους πέρασε όλους πριν καν το καταλάβουμε.

  Ήμασταν πλέον πολύ κοντά στο σχολειό. Πηγαίνοντας όμως στο σχολείο περάσαμε από το γήπεδο του ΗΡΑΚΛΗ. Εκεί ο δάσκαλος μας, μας πρότεινε μια συμφωνία πως εάν καταφέρναμε να κάνουμε δέκα ολόκληρους γύρους θα γλυτώναμε την υπόλοιπη μέρα σχολείου εγώ δεν συμφώνησα γιατί είχε μείνει μόνο η τελευταία αλλά όλοι οι υπόλοιπη συμφώνησαν αμέσως. Ευτυχώς για εμένα και δυστυχώς για τους άλλους η πόρτα ήταν κλειδωμένη, υπήρχε βέβαια μια τρύπα στην περίφραξη αλλά δεν τους επέτρεψαν γιατί είναι παράνομο (σύμφωνο μαζί τους). Ευτυχώς αυτή η συμφωνία κατέληξε σε αποτυχία.

  Οπότε απογοητευμένοι καθίσαμε να ξεκουραστούμε και για να γράψουμε το σχεδιάγραμμα που χρησιμοποιώ για να γράψω αυτή την έκθεση.

  Είμαι πολύ χαρούμενος για αυτή την εκδρομή αλλά απογοητευμένος που δεν κατάφερα να γράψω τον αριθμό τον λέξεων που ήθελα. Στην αρχή ήμουν ανεχόμενος αλλά τώρα που τελείωσα είμαι χαλαρός. Εύχομαι να πάμε πολλές ακόμα τέτοιες εκδρομές.

Κιοσκεριάν Πέτρος

Μια εκδρομή με το σχολείο είναι πάντα μια εμπειρία και ένα ευχάριστο διάλειμμα από τα μαθήματα, ιδίως τώρα με τον περιορισμό που ζούμε εξαιτίας της πανδημίας, ήταν ότι καλύτερο για τα παιδιά της έκτης δημοτικού. Ευτυχώς ο καιρός ήταν σύμμαχός  μας αν και λίγο συννεφιασμένος δεν έβρεξε καθόλου και ο ήλιος μας έκανε παρέα κατά διαστήματα.

Ξεκινήσαμε λοιπόν με χαμόγελα  και το σακίδιό μας στην πλάτη γεμάτο με μπόλικο νερό, μανταρίνια, πορτοκάλια, κράκες και κριτσίνια, υγιεινή διατροφή όπως λένε και οι δάσκαλοι μας. Προχωρήσαμε μέσα από το χωριό, διασχίσαμε τον περιφερειακό δρόμο και βγήκαμε στους μικρούς αγροτικούς δρόμους που οδηγούν στα χωράφια, οι ανθισμένες αμυγδαλιές ήταν σαν πίνακες ζωγραφικής πάνω στο καταπράσινο χαλί με τα κίτρινα λουλούδια από τις ξινήθρες και τα πολύχρωμα λαλαδάκια.

Τα περισσότερα χωράφια ήταν οργωμένα και φυτεμένα με κρεμμυδάκια, μαρούλια, λάχανα, κουνουπίδια, παντζάρια. Υπήρχαν μικρές αποθήκες που λογικά οι αγρότες είχαν μέσα τα τρακτέρ τους και τα εργαλεία σκαψίματος, καθώς και στάβλους  με κατσίκες, πρόβατα, γουρούνια, κότες αλλά και άλογα. Φύλακες πιστοί των χωραφιών, των ζώων, σκύλοι έτοιμοι να υπερασπιστούν το σπίτι τους.

Ξέχασα να σας πω ότι είμασταν χωρισμένοι σε ομάδες, ευτυχώς δεν φορούσαμε την μάσκα μας αλλά ενώ είχαμε ξεκινήσει με βήμα γοργό, όσο περπατούσαμε το βήμα μας γίνονταν όλο και πιο βαρύ.

Συναντήσαμε πολλά πηγάδια  που ίσως ποτίζουν ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι τα χωράφια τους αν και υπήρχαν σωλήνες άρδευσης από τον Δήμο. Φτάσαμε σε μία  «μικρή λίμνη» με καλαμιές, ψάρια, βατράχια ακουμπισμένη στους πρόποδες ενός μικρού λόφου που τα τοιχώματά του είχαν άσπρο χώμα, το γνωστό μας  «ασπρόχωμα» που ρίχνουν κάτω από τα μαστιχόδεντρα για να πέσει πάνω το χρυσό δάκρυ του πληγωμένου σχίνου .

Συνεχίσαμε τον ανηφορικό δρόμο και βρεθήκαμε στην «Παναγιά την Κεραμαριώτισσα» όπως ονομάζεται, πρέπει να είναι παλιά εκκλησία σε βασιλικό ρυθμό η οποία έχει αναπαλαιωθεί και στιλβωθεί. Προσκυνήσαμε, θαυμάσαμε το υπέροχο τέμπλο της και καθίσαμε στην αυλή της να πιούμε νερό και να ξαποστάσουμε λίγο .

Κατόπιν μετά από λίγη ώρα περπάτημα σε ανηφορικό δρόμο φτάσαμε σε μία από τις πολυάριθμες,  περίπου εξήντα Βίγλες της Χίου την «Βίγλα Γαδαρά». Είναι βέβαια μισογκρεμισμένη αλλά γεμάτη ιστορία, αφού κατά την διάρκεια της Γενουοκρατίας οι βίγλες που είναι κτισμένες σε ακρωτήρια,  υψώματα κοντά στην θάλασσα  είχαν αμυντικό ρόλο και στόχο την προειδοποίηση των κατοίκων του νησιού από επιδρομές πειρατών. Οι Βίγλες επικοινωνούσαν μεταξύ τους  με φωτιά  το βράδυ και με σήματα καπνού την ημέρα. Είχαν ύψος από 12 έως 20 μέτρα και διάμετρο 15 μέτρα, στο ανώτερο σημείο υπήρχε ένας χώρος όπου έμενε ο φύλακας  γνωστός ως «Βιγλάτορας». Πέρα από την ιστορία της μας προσέφερε και μια πανοραμική θέα  αφού βρίσκεται πάνω από την Αγία Φωτεινή, νότια βλέπουμε τους όρμους της Αγίας Ερμιόνης, του Μέγα Λιμιώνα, των Κεραμείων (παραλία Μαυρή) Βόρεια είναι ο κόλπος της Αγίας Φωτεινής (Καμάρι) και στο βάθος του Καταρράκτη.

Έτσι λοιπόν κάποτε μια τυρινή Παρασκευή της Αποκριάς οι Θυμιανούσοι γλεντούσαν και πήραν ξαφνικά σύνθημα ότι στην θάλασσα του Μέγα Λιμιώνα έφτασαν πειρατές, το γλέντι κόπηκε και φώναζαν: φωτιά και τσεκούρι στους αράπηδες. Άρπαξαν ότι βρήκαν σπαθιά, μαχαίρια τσεκούρια, ξύλα, κατηφόρησαν προς την θάλασσα κρύφτηκαν και περίμεναν. Ανίδεοι οι πειρατές έπεσαν στην ενέδρα τους, έγινε φονική μάχη, νικήθηκαν από τους Θυμιανούσους, που γύρισαν στο χωριό νικητές  με κλαδιά ελιάς φωνάζοντας  «βρε - βρε - μωρή-μωρή», κρέμασαν τους αιχμαλώτους στα δέντρα του Λιβαδιού και ήπιαν κρασί γλεντώντας ως την άλλη μέρα το πρωί.

Γι αυτό γίνεται η Μόστρα κάθε χρόνο τις Απόκριες, ντύνονται οι Θυμιανούσοι κουδουνάτοι, πειρατές, βρακάδες και χορεύουν το «ταλίμι» κάνοντας αναπαράσταση της μάχης, στο τέλος χορεύουν τον «δετό» για να θυμούνται ότι με την ένωση απέκτησαν δύναμη και έδιωξαν τους πειρατές.

Γεμάτοι ιστορία και ομορφιές της φύσης κατηφορίσαμε   να συναντήσουμε ένα μεγάλο γίγαντα που σιώπησε στο πέρασμα των χρόνων.

Αναφέρομαι στα Κεραμεία των Θυμιανών, το κλειστό πλινθοκεραμοποιείο δεν επιτρέπεται πλέον η είσοδος και από ψηλά αντικρίσαμε αυτό το γέρο γίγαντα λαβωμένο και ξεχασμένο.

Το εργοστάσιο ιδιοκτησίας Μίχαλου χτίστηκε το 1925 και εργαζόταν σε αυτό γύρω στα 250 άτομα από τον Κάμπο, τα Θυμιανά, το Νεχώρι, την Καλλιμασιά και τα γύρω χωριά μέχρι το 1989. Το ωράριο ήταν από 7:00 το πρωί μέχρι 3:00 το μεσημέρι. Οι εργάτες ήταν βρέχτες, στοιβαδόροι, εργάτες του σάλιακα, της πρέσας, των βαγονιών, των βαρελιών και εργάτριες για το αλφάδιασμα των κεραμιδιών . Οι κασμάδες δούλευαν ασταμάτητα, πλήγωναν το πράσινο βουνό για να διαλέξουν το μοναδικό ροδοκόκκινο  κεραμιδόχωμα για τις κατακκόκινες κεραμίδες που ταξίδευαν και πουλιόταν σε όλη της Ελλάδα .

Είχαν πάνω τους σήμα μια μέλισσα που μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο γίνεται έλεφας, αφού βρέθηκαν το χειμώνα του 1940 από ομάδα γερμανών γεωλόγων στην περιοχή  2 απολιθωμένες χελώνες και κομμάτια ελέφαντα . Το 1967 παλαιοντολόγοι έφεραν στο φως έναν ελέφαντα μαμούθ που μεταφέρθηκε με το καϊκι «Κεραμεία» στον Πειραιά προκειμένου να μελετηθεί στην Κεντρική Ευρώπη. Στα σπλάχνα του το πράσινο βουνό από ψαμμίτη κρατά μοναδικά παλαιοντολογικά ευρήματα, χελώνες, ελέφαντες μαμούθ, δεινόσαυρους 13,5 εκ χρονών τότε που η Χίος ήταν ένα με την Μικρασιατική γή.

Από ψηλά είδαμε και την κόκκινη παραλία του «Μαυρή» αφού τα βότσαλα της είναι σπασμένα κεραμίδια και πλίνθοι . Επίσης  την λιμνούλα η οποία τροφοδοτούνταν  από υπόγειες πηγές, το νερό αναμειγνυόταν με άργιλο για την κατασκευή των τούβλων. Εκεί ζούνε και τα μοναδικά υδρόβια σκαθάρια είδος tribucactous.

Η ώρα της επιστροφής έφθασε, αφήσαμε πίσω μας τους χωματόδρομους με τα δέντρα και αρκετά μαστιχόδεντρα, την πίστα  motocross, που ονειρεύτηκα να τρέχω με την μηχανή μου και να κάνω ακροβατικά.

Περάσαμε από τον «Άγιο Γιάννη των Στενακουσών» προστάτη του αδελφάτου – συναφιού  των πετροκόπων, των ανθρώπων δηλαδή που έβγαζαν την πολύτιμη πέτρα στην επιφάνεια της γης . Πήραν το όνομά τους πιθανόν από την περιοχή Στένακας 600 μέτρα νοτιοανατολικά του χωριού όπου πρωτοξεκίνησε η εξόρυξη της πέτρας. Άλλη εκδοχή είναι ότι πήραν το όνομά τους από τους στεναγμούς κατά την διάρκεια του έργου τους .

Άλλο συνάφι ήταν οι πελεκητές- πελεκάνοι που έδιναν σχήμα στην πέτρα ανάλογα με την ποιότητά της .Οι πελεκάνοι ήταν λίγοι, οι καλλιτέχνες της πέτρας που διάλεγαν ανάλογα με το τι ήθελαν να φτιάξουν την κατάλληλη πέτρα ανάλογα με τα νερά της και το χρώμα της. Οι πελακητάδες είχαν προστάτιδά τους την Αγία Μαρίνα και για να χτίσουν το εκκλησάκι της στην Λευκωνιά, έβαλαν όλη τους της μαεστρία και αποτελεί μέχρι και σήμερα παράδειγμα δεξιοτεχνίας.

Το συνάφι των κτιστάδων έχτιζε τις πέτρες, αποτελούνταν από μαστόρους βοηθούς, εργάτες, σοβατζήδες και ασπριστάδες. Προστάτης τους ο Άγιος Δημήτριος και το εκκλησάκι τους το έκτισαν μετά το σεισμό του 1881.

Το συνάφι των σιδεράδων έφτιαχναν στηρίγματα με σφυρίλατο σίδερο για να μπορεί να κτιστεί η πέτρα.  Αφού έκτιζαν μια σειρά πέτρες τοποθε- τούσαν τα κλειδιά, ένα κομμάτι σίδερο από μαντέμι και έτσι σταθεροποιούσαν τον τοίχο. Έφτιαχναν και τα μαπούνια  σιδερένια κομμάτια που τα έβαζαν στις μάσκες των πορτών για να κρέμονται τα πορτοπαράθυρα. Επίσης έφτιαχναν τα εργαλεία των πετροκόπων, των πελεκητάδων και των κτιστών. Λέγονταν και  «Αθίγγανοι» γιατί ήταν μόνιμα μαύροι από την κάπνα της φωτιάς που έλιωναν τα σίδερα. Προστάτες τους ήταν οι Άγιοι Θεόδωροι.

Το συνάφι των καρφοπεταλάδων έφτιαχνα μικρά εργαλεία καρφιά και πέταλα φια τα άλογα, είχαν κτίσει το εκκλησάκι  του Αγίου Γεωργίου στον Καρφά και ήταν ο προστάτης του.

Σήμερα έχουν μείνει ενεργά το συνάφι των πελεκάνων και των κτιστάδων. Την Τυρινή Κυριακή ο Άγιος Γιάννης των Στενακουσών και ο Άγιος Δημήτρης των κτιστάδων γεμίζουν με ζωή και ενέργεια καθώς όλα τα συνάφια, οι Θυμιανούσοι και οι φίλοι της Μόστρας ξεκινούν από εκεί την Μόστρα δηλαδή τον μεγάλο εορτασμό της νίκης των Θυμιανουσών κατά των πειρατών.

Και μετά από όλα αυτά θα τρέχαμε και δέκα γύρους στο γήπεδο που ευτυχώς ήταν κλειστό.

Εννοείται ότι ανυπομονώ για την επόμενη εκδρομή μας που θα ήθελα πάλι να είναι συνδυασμός περιπάτου και γνώσεων. Χάρηκα που είμαστε όλοι μια μεγάλη παρέα, μάθαμε τόσα πράγματα  για την περιοχή μας, λυπήθηκα όμως γιατί όταν αναφερθήκαμε στην Μόστρα και στο Ταλίμι, λόγω της πανδημίας δεν θα ντυθώ και φέτος βρακάς να χορέψω, ούτε θα πάρω μέρος να βοηθήσω στην κατασκευή των αρμάτων .

Μακάρι η περιοχή των Κεραμείων να μην γίνει μια σύγχρονη τουριστική μονάδα  αλλά ένα μουσείο και ένα πάρκο αναψυχής ώστε οι παλαιοντολόγοι να φέρουν στην επιφάνεια και απολιθωμένα προϊστορικά ζώα για να τα θαυμάζει ο κόσμος.       

Θανάσης Κοραής

Εχθές πήγαμε μία πάρα πολύ ωραία αλλά και κουραστική εκδρομή με τους δασκάλους τον κύριο Αντώνη τον κύριο Κοσμά την κυρία Μαριάννα και τον διευθυντή του σχολείου μας τον κύριο Γιάννη.

Tην προηγούμενη μέρα της εκδρομής δηλαδή, τη Δευτέρα ο κύριος Αντώνης μας είχε πει τι θα χρειαστεί να φοράμε, όπως μία φόρμα, δύο μπλούζες που σε περίπτωση που ιδρώσουμε να φορέσουμε την άλλη, επίσης μας είπε να φορέσουμε αθλητικά παπούτσια για να μη μας πιάσει το πόδι μας. Επίσης μας είπε να πάρουμε πολύ νερό, διάφορα φρούτα και τοστ για να φάμε και να πάρουμε δυνάμεις.

Όταν ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε από το σχολείο ο κύριος Αντώνης μας είπε να χωριστούμε σε έξι ομάδες από τρεις μαθητές. Η δικιά μου ομάδα ήταν ο Κώστας ο Φιλιμάκης, ο Βαγγέλης ο Μπελάκης, ο Παναγιώτης ο Τουμάζος, ο Στέλιος ο Ποδιάς και τέλος η Μαρκέλλα η Κλουμάση.

Όπως πηγαίναμε ο κύριος Αντώνης μας είπε να σταματήσουμε για να αλλάξει η σειρά των ομάδων, δηλαδή, η πρώτη ομάδα να γίνει τελευταία η δεύτερη να γίνει πρώτη, η τρίτη να γίνει δεύτερη, η τέταρτη να γίνει τρίτη, η πέμπτη να γίνει τέταρτη και τέλος η έκτη να γίνει Πέμπτη.

Επίσης ο κύριος Αντώνης μας ζήτησε να μετρήσουμε πόσα βήματα θα κάνουμε σε ένα λεπτό. Τότε ο κύριος άρχισε να χρονομετρεί το ένα λεπτό. Μόλις μας είπε ο κύριος Αντώνης στοπ είχαμε κάνει 100 βήματα το κάθε παιδί.

Περπατούσαμε στο περίπου τρεις ολόκληρες ώρες αλλά κάναμε και στάσεις για να χαζεύουμε γύρω-γύρω, όπως τα πανέμορφα δέντρα όπως τις Συκιές, ελιές, τσικουδιές, τις ανθισμένες αμυγδαλιές, μανταρινιές, πορτοκαλιές, τις μυρωδάτες μαστιχιές επίσης και τα λουλούδια, τα χόρτα, τα αεροπλάνα που περνούσαν από πάνω μας.

Επίσης όπως προχωρούσαμε βλέπαμε δεξιά μας και αριστερά μας ξινήθρα στα δέντρα από κάτω και τους κορμούς των δέντρων περικυκλωμένους από την ξινήθρα.

Καθώς πηγαίναμε πίσω από το Δημαρχείο των Θυμιανών είδαμε ένα φρεσκοσκαμμένο χωράφι που είχαν ρίξει λίπασμα μπλε που έμοιαζε σαν ποντικοφάρμακο.

Έπειτα όπως πηγαίναμε στον πανέμορφο χωματόδρομο είδαμε μία πολύ ωραία λίμνη με χρυσόψαρα πορτοκάλι. Οι διαστάσεις της ήταν κάπως μεγάλες μήκος από τη μία άκρη έως την άλλη είχε 30 μέτρα επί το φάρδος 5 μέτρα, επίσης είχε και βλάστηση όπως μικρούς καλαμιώνες και ένα πανέμορφο αλμυρίκι να κουνιέται.

Κατόπιν είδαμε μία εκκλησία και αναρωτιόμασταν ποια εκκλησία είναι, ο κύριος Αντώνης μας είπε ότι είναι η Παναγία η Κεραμαριώτισσα τότε μας είπαν οι δάσκαλοι να πάμε να κάνουμε μία στάση για να μας μιλήσουν πως χτίστηκε. Μας είπαν ότι η θυμιανούσικη πέτρα είναι συνήθως κόκκινη και ταιριάζει με όλα τα χρώματα των πετρών. Επίσης μας είπαν ότι τα σίδερα που έχουν οι τοίχοι τα λένε κλειδιά. Ήταν τέσσερα και τα εσωτερικά και αυτά τα τέσσερα με μαύρο χρώμα. Οι πέτρες ήταν αρμολογημένες με άσπρο αρμό γύρω-γύρω από τους τοίχους. Στο εσωτερικό της εκκλησίας είχε κάτι σχέδια. Ο κύριος Αντώνης μας είπε ότι το λένε μαίανδρο και το τέμπλο αυτό το ξέραμε και είχε διάφορες εικόνες από Αγίους - Αγίες.

Όταν καθόμασταν μας είπε ο κύριος Αντώνης ότι τα παλιά χρόνια υπήρχαν συνάφια και ήταν οι Λατομιστές που βγάζαν την πέτρα, οι πελεκητές που πελεκούσαν την πέτρα, οι χτίστες που έχτιζαν την πέτρα και οι σιδεράδες που έφτιαχναν τα εργαλεία.

Έπειτα όπως προχωρούσαμε είδαμε τη πίστα motocross που πηγαίνουν οι μηχανές ανώμαλου δρόμου και κάνουν drift, άλματα και ανεβαίνουν βουνά απότομα.

Από τα motocross είχε μια πολλή ωραία θέα φαινόταν τα σιλό στα Θυμιανά, ο περιφερειακός δρόμος που σε πάει από το Δημαρχείο των Θυμιανών στον Μέγα Λιμιώνα και στη ΔΕΗ, επίσης είδαμε και πολλά πατάτο-χώραφα που ήταν φυτεμένα, είδαμε ακόμη και το εργοστάσιο των κεραμείων που έφτιαχναν τα κεραμίδια εκεί και μια λίμνη που είχε κι ωραία ιστοριούλα και μας τη διηγήθηκε ο κύριος Αντώνης ότι σε αυτήν τη λίμνη υπάρχει ένα σκαθάρι όλο το χειμώνα και το καλοκαίρι γίνεται λιβελούλα.

Ακόμη είδαμε και το πέλαγος, την παραλία της Αγίας Φωτεινής, την παραλία των κεραμείων, Αγίας Ερμιόνης, επίσης και βραχονησίδες που χωρίζουν τα ελληνικά ύδατα από τα τουρκικά ύδατα επίσης είδαμε ακρωτήρια, χερσόνησο, κόλπους και το λιμανάκι της Αγίας Ερμιόνης.

Είδαμε και τη Βίγλα που έβλεπαν αν έρχονται οι πειρατές και όταν ερχόταν ανάβαν ψηλά φωτιά για να ενημερώσουν τις άλλες Βίγλες και να πάρουν θέση για πόλεμο. Επίσης ο κύριος Αντώνης μας είπε ότι ο μεγάλος πόλεμος με τους πειρατές έγινε στον Στένακα εκεί που μένει η Εύη η Τσούρου.

Έπειτα έφαγα το κολατσιό που μας είχε πει να πάρουμε μαζί μας ο κύριος Αντώνης.

Όταν φεύγαμε περάσαμε από τον γαϊδουρό-κατήφορο και δεν έπρεπε να βλέπει το σώμα μας κάτω γιατί θα μας προπάρει και θα πέσουμε με τα μούτρα, για αυτό το σώμα μας έπρεπε να βλέπει προς τα πίσω.

Στο νεκροταφείο του Αγίου Γιάννη πέρασαν πολλά αμάξια και μας είπαν οι δάσκαλοι να κάνουμε στάση για να μην μας πατήσουν. Μόλις πέρασαν ο Γιάννης ο Ζευγιός άρχισε να τρέχει και όλοι φωνάζαμε μπράβο Γιάννη.

Λίγο πιο πριν από το γήπεδο μας είπαν οι δάσκαλοι ότι αν τρέξουμε 5 φορές όλο το γήπεδο του ποδοσφαίρου δεν θα πάμε στο σχολείο από τώρα. Εμείς συμφωνήσαμε και πήγαμε όμως το γήπεδο ήταν κλειστό.

Τότε πήγαμε στο κιόσκι του γηπέδου και αρχίσαμε να φτιάχνουμε το σχεδιάγραμμα για την έκθεση αυτή. Μόλις το τελειώσαμε φύγαμε από το γήπεδο και πήγαμε στο σχολείο.

Νιώθω χαρά γιατί πήγαμε πρώτη εκδρομή στην έκτη τάξη και χωρίς το άλλο σχολείο.

Εύχομαι να ξαναπάμε και άλλες τέτοιες εκδρομές οπουδήποτε.

Αντώνης Κυριακούδης

Μια ωραία μέρα ξεκινά στις 6:40 π.μ. Ο ήλιος μισοφέγγει, το τζιτζίκι ακούγεται, το ροχαλητό του σκύλου μου και του αδελφού μου ακούγεται και έτσι ξεκινώ την ημέρα μου. Πρώτα από όλα μόλις σηκωθώ είναι να πλύνω την μούρη μου η οποία έχει τσίμπλες στα μάτια, μετά από αυτό σηκώνεται ο πατέρας μου και κάθεται να παίξει το παιχνίδι του War machines, στο οποίο είσαι μέσα σε ένα άρμα και προσπαθείς να σκοτώσεις τα άλλα άρματα. Εγώ όταν παίζει ο μπαμπάς μου κάθομαι και εγώ με το κινητό και βλέπω βιντεάκια στο YouTube. Μετά μόλις πάει 7πμ σηκωνόμαστε και ετοιμάζουμε πρωινό, βασικά ο μπαμπάς μου ετοιμάζει, εγώ φτιάχνω την τσάντα μου. Όταν είναι έτοιμο το πρωινό ξυπνάει ο πατέρας μου τον Χάρη για να σηκωθεί. Τέλος πάντων όταν σηκώνετε μετά από δέκα λεπτά καθόμαστε και τρώμε δημητριακά βρώμης με γάλα. Όταν τελειώνουμε το πρωινό κατά τις 7.30π.μ.,μαζεύουμε τα πράγματα και πάμε να πλύνουμε τα δόντια μας. Αμέσως μετά πάμε στα δωμάτια μας να ντυθούμε, πάμε βάζουμε παπούτσια, χαιρετάμε την μαμά και φεύγουμε. Όταν έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι θυμήθηκα πως σήμερα θα πηγαίναμε εκδρομή στην Βίγλα του Γαδαρά, τότε κάνω μια ωραία μεταβολή για το σπίτι πάνω. Ανεβαίνω και φτιάχνω μια τσάντα με μια μπλούζα, δυο λίτρα νερό, μήλο και λουκανικοπιτάκια ξανά-χαιρετάω την μαμά μου και κατεβαίνω και μπαίνω στο αμάξι. Όταν φτάσαμε στον μικρόκοσμο κατεβήκαμε από το αμάξι γιατί ο μπαμπάς μου είχε δρομολόγιο και ξεκινούσε από εκεί. Κατεβήκαμε, χαιρετήσαμε τον μπαμπά μου και φύγαμε για το σχολείο που εκεί βρέθηκα με τον Φιλιμάκη, τον Στέλιο και τον Παναγιώτη. Όταν πήγα κοντά τους, τους είπα καλημέρα και προχωρήσαμε προς την τάξη μας. Όταν χτύπησε το κουδούνι ήρθε ο κ. Αντώνης και μας είπε τι άλλο να βάλουμε στην τσάντα και μας λέει <<Βάλτε μέσα στις τσάντες σας φαΐ, νερό, μπουφάν ή ζακέτα και ελάτε έξω να ετοιμαστούμε>>. Όταν βγήκαμε με το καλό έξω μας είπαν να στηθούμε έτσι ώστε να είναι ένα αγόρι με ένα κορίτσι και έτσι έγινε. Η πρώτη ομάδα ήταν  ο Κώστας και η Κατερίνα. Εγώ και ο Αντώνης που δεν έπρεπε να πηγαίναμε μαζί, πήγαμε διότι δεν υπήρχαν άλλα ζευγάρια όποτε πήγαμε μαζί.

Κατά την διαδρομή περπατήσαμε 18.000 βήματα, σχετικά αυτό δεν ήταν τίποτα για μερικούς, άλλα για κάποιους άλλους ήταν λες και ανέβαιναν στον Όλυμπο. Τέλος πάντων δεν έχει σχέση αυτό.

Λίγο πιο μετά από το δημαρχείο που περάσαμε είχε ένα χωράφι με πορτοκαλιές που είχαν καρπούς, με αμυγδαλιές που δεν υπήρχαν καρποί και συκιές που ούτε αυτές δεν είχαν καρπούς, μας είπε επίσης ο καντόνες ότι οι ξινήθρες και τα διάφορα φυτά που είχαν αναπτυχτεί κάτω από αυτά τα πανέμορφα δέντρα ήταν λόγο της υγρασίας και των λιπασμάτων που πετάγονται λίγο έξω από το χωράφι.

Λίγο παρακάτω υπήρχε άλλο ένα χωράφι οργωμένο – σκαμμένο με φρέζα που θα βύζανε πατάτες. Υπάρχει ένας εχθρός της πατάτας το σκουλήκι οποίο πηγαίνει και τρώει την πατάτα. Γι’ αυτό παίρνει θέση η επιστήμη με τα φυτοφάρμακα, τα οποία ρίχνουν στην πατάτα για να σκοτώσουν τα σκουλήκια, αλλά δεν καταλαβαίνουν ότι έτσι είναι σαν να τρώνε δηλητήριο γιατί αυτό το φυτοφάρμακο πηγαίνει μέσα στην πατάτα και μετά την τρώμε εμείς. Όποτε το μάθημα της ημέρας είναι μην τρώτε τις πατάτες των παραγωγών παρά μόνο των παππούδων ή γιαγιάδων σας.

Η αμέσως επόμενη στάση ήταν σε μια λίμνη η οποία έχει μήκος και πλάτος μαζί 600 κυβικά μέτρα δηλαδή (30 επί 10 επί 2).Μέσα σε αυτή τη λίμνη υπάρχουν βούρλες, καλαμιές, έντομα και χρυσόψαρα. Υπάρχουν ακόμη και βατράχια μεγάλα, μικρά τα οποία κολυμπούν πάνω κάτω στη μέση της λίμνης. Τα καλοκαίρια αυτή η λίμνη χρησιμοποιείτε σαν πηγάδι δηλαδή πηγαίνουν και παίρνουν νερό οι  διπλανοί, γείτονες για να ποτίσουν τα χωράφια τους. Φτάνουν με τα χωράφια  για την ώρα . Φτάσαμε σε ένα εξωκλήσι την  Κεραμαριώτισσα, η οποία έχει κτιστεί με την ξακουστή πέτρα μας την Θυμιανούσικη μια πέτρα η οποία έχει χρώμα βυσσινί και μπεζ. Έξω από το εξωκλήσι υπάρχουν τρία κλειδιά από την μια πλευρά και τρία από την άλλη, συνολικά έξι κλειδιά.  Από την εσωτερική πλευρά υπάρχουν μόνο τρία μακρόστενα και μαύρου χρώματος κλειδιά που κρατούν την εκκλησία για να μην πέσει από τα τόσα πολλά χρόνια που έχει. Το τέμπλο της απεικονίζει Αγίους. Αυτό όμως με την πέτρα δεν είναι παίρνω μια πέτρα και την βάζω επάνω στην άλλη, υπήρχαν κάποιες ομάδες ανθρώπων όπως οι σιδεράδες που κατασκεύαζαν εργαλεία, οι πετράδες έφερναν την πέτρα, οι λατόμοι που την έφτιαχναν όπως έπρεπε για να χωρέσει στο κτίσμα και οι χτίστες οι οποίοι τις έκτιζαν.

Ήρθε όμως η ώρα για τα ποιο σύγχρονα πράγματα όπως τα motocross που είναι ένα άθλημα στο οποίο έχεις μια μηχανή και την πας βόλτα σε μια ειδική πίστα. Η πίστα αυτή είναι περίπου 200+ μέτρα σε μήκος και στην διαδρομή της έχει κατά διαστήματα βουναλάκια τα οποία περνάς με την μηχανή σου. Επίσης υπάρχει κι ένα μικρό σπιτάκι που εκεί πηγαίνουν τα αυτοκίνητα που έχουν καρότσα από πίσω με φορτωμένες τις μηχανές και τις κατεβάζουν. Δεν θα ήθελα να πάω εκεί, αλλά εάν μου το ζητούσαν οι φίλοι μου θα πήγαινα με μεγάλη μου χαρά.

Μόλις ανεβήκαμε λίγο πιο πάνω από την πίστα είδαμε την πιο ωραία πανοραμική θέα της πόλης της Χίου, την οποία ξεχωρίζεις από χιλιόμετρα λόγω των ψηλών κτιρίων της και τα πολλά αμάξια που πηγαινοέρχονται. Είδαμε και τον μεγάλο περιφερειακό δρόμο της Χίου τον οποίο δεν τον διακρίνεις με την πρώτη ματιά, αλλά πάνω κάτω τον ψιλό-βλέπεις. Επίσης είδαμε έναν μεγάλο στύλο της Δ.Ε.Η στο απέναντι βουνό, είδαμε την πεδιάδα της Πλάσας η οποία ήταν γεμάτη πατάτες, κτίρια των κεραμέων τα οποία είναι κατεστραμμένα (πεσμένη οροφή κτλ.). Καθώς καθόμασταν στον γκρεμό και βλέπαμε αυτή την πανέμορφη  θέα ο κύριος μας διηγήθηκε μια ιστορία για το σκαθάρι της λίμνης το «Τριποκάκτους» που ζει σε αυτή από την εποχή των δεινοσαύρων. Και αρχίζει η ιστορία: κάποτε, παλιά υπήρχε ένας πλούσιος κύριος ο οποίος ήθελε να καταστρέψει τα κτίρια των Κεραμέων για να κτίσει καζίνο. Σε αυτό θα αναρωτιέστε που είναι το κακό; Το κακό είναι ότι εάν γινόταν κάτι τέτοιο θα πέθαινε το  tripokaktous από τα φώτα και την φασαρία. Το tripokaktous είναι περίπου όσο το μικρό δάχτυλο ενός ενήλικα και εχθρός του είναι η λιβελούλα, η οποία είναι σαν το tripokaktous. Το tripokaktous μέσα του έχει ένα δηλητήριο με το οποίο σκοτώνει το θύμα του, μπαίνει μέσα στο θύμα αδειάζει το δηλητήριο και το τρώει από μέσα προς τα έξω.

Η επόμενη φοβερή θέα ήταν από το ίδιο σημείο που φαινόταν το πέλαγος, μερικοί χερσόνησοι, ακρωτήριο, βραχονησίδες, το λιμανάκι της Αγίας Ερμιόνης και η παραλία της, οι παραλίες των Κεραμέων, του  Μέγα Λιμνιώνα, της Αγιάς Φωτιάς, των Νένητων, της Βοκαριάς και του Καταρράκτη.

Στην συνέχεια είδαμε και βίγλες. Στην παλιά εποχή τα χωριά και οι πόλεις ειδοποιούνταν από τις βίγλες, που βρισκόντουσαν πάνω στα βουνά, για οποιοδήποτε κίνδυνο από πειρατές. Δεν υπήρχε μόνο μια βίγλα αλλά σε κάθε βουνό και άλλη. Σε περίπτωση κινδύνου ειδοποιούσε η μια την άλλη βάζοντας φωτιά σε ένα μεγάλο ξύλο που το κινούσαν δεξιά, αριστερά ως σινιάλο. Έγινε μια ωραία μάχη στον Στένακα - όπου μένει μια συμμαθήτρια μας – εκεί πολέμησαν οι Χιώτες τους πειρατές και βγήκαν νικητές.

Όταν φτάσαμε στην βίγλα του Γαδαρά καθίσαμε να κολατσίσουμε με υγιεινό φαγητό όπως μανταρίνια, πορτοκάλια, μήλα και άλλα φρούτα. Εκεί είδαμε και τις φωτογραφίες που τραβήξαμε κατά την διάρκεια της εκδρομής μας.

Στο δρόμο της επιστροφής  ο κ. Αντώνης δεν ξέρω εάν ήθελε να χαθούμε ή να φτάσουμε στον προορισμό μας. Μας έκανε κάτι πλασαρίσματα ούτε ο Messi δεν τα κάνει αυτά. Πήγαινε δεξιά, έστριβε, προχωρούσε, μετά από πέντε μέτρα μεταβολή και πίσω, μαζί του και όλη η τάξη. Αυτό γινόταν μέχρι να φτάσουμε στο σχολείο.

Λίγο πριν το τέλος της διαδρομής μας, μας λέει ο κύριος Αντώνης «εάν θέλετε να πάμε στο γήπεδο θα τρέξετε δέκα γύρους, άμα δεν θέλετε να πάμε στο σχολείο». Φυσικά οι πιο πολλοί συμφωνήσαμε να πάμε αλλά ήταν κλειστά. Έτσι καθίσαμε σε ένα κιόσκι που βρήκαμε και κάναμε το σχεδιάγραμμα αυτής της έκθεσης.

Αυτή η εκδρομή ήταν πολύ ωραία γιατί πέρασα καλά με τους φίλους μου και έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Μακάρι να κάνουμε και άλλες εκδρομές σαν αυτή με τον κύριο Αντώνη.

Μπελλάκης Βαγγέλης